-
1 τεχνικως
искусно, умело, остроумно Xen., Plat. etc. -
2 τεχνικώς
-
3 τεχνικῶς
-
4 κατα-τεχνικῶς
κατα-τεχνικῶς, übertrieben künstlich, verkünstelt, Plut. Pericl. 2, f. L. für καὶ τεχνικῶς.
-
5 τεχνικός
τεχνικός, künstlich, zur Kunst gehörig, die Kunst betreffend, auch wissenschaftlich, und ὁ τεχνικός, der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐποτ' ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι, Plat. Phaedr. 273 e; οἱ περὶ τοὺς λογους τεχνικοί, ib. a; ὁ τεχνικός τε καὶ ἀγαϑὸς ῥήτωρ, Gorg. 504 d; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre unklug, Euthyphr. 14 e; τεχνικὸν καὶ ἐπιστήμονα περὶ ἁμάξης οὐσίας, Theaet. 207 c; τοῠτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν, Phaedr. 273 b, u. öfter. – Adv. τεχνικῶς, kunstgemäß; εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν, Plat. Phaedr. 271 c; τεχνικῶς εἰργασμένα, Charm. 173 b; Xen. An. 5, 9, 5; listig, τεχνικόν τι, Pol. 16, 6, 6.
-
6 πως
πως, ion. κως, enklitisch, irgend wie, auf irgend eine Art, Hom. u. Folgde. Oft mit αἰ, εἰ, οὐ u. μή verbunden; oft tritt es zu andern Adverbiis hinzu, ὧδέ πως, Xen. Cyr. 3, 3, 7 An. 1, 7, 9, ἄλλως πως, auf irgend eine andere Weise, 3, 1, 20; μόγις πως, Plat. Prot. 328 d; μάλα πως, Xen. Cyr. 4, 5, 54; τεχνικῶς πως, An. 5, 9, 5; in welcher Vrbdg es für uns zuweilen ganz pleonastisch wird, Wolf Dem. Lpt. p. 299.
-
7 ἔν-τεχνος
ἔν-τεχνος, kunstmäßig, künstlich; σοφία Plat. Prot. 321 d; ἐπιχείρησις Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, δημιουργός Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.
-
8 εκτικως
-
9 πως
I.ион. κῶς adv. энкл. как-либо, в известном отношении, некоторым образомἄλλως π. Xen. — как-нибудь иначе;
μόγις π. Plat. — с некоторым усилием;ὧδέ π. Xen. — приблизительно так;τεχνικῶς π. Xen. — с известным искусством;μέ γένοιτό π.! Aesch. — да не случится это!II.ион. κῶς adv. interr. et relat.1) как, каким образомπ. λέγεις (тж. φῇς, εἶπας, ἔλεξας) ; Trag. — как ты говоришь (сказал)?;
π. δοκεῖς ; Plat. — как ты полагаешь?;π. τί τοῦτο λέγεις ; Plat. — что хочешь ты этим сказать?;π. γὰρ κάτοιδα ; Soph. — откуда же мне знать (его)?;π. δῆτα ; Plat. — каким же это образом?, как так?;π. καὴ πέπρακται ; Eur. — как же (это) произошло?;π. γάρ ; Plat. — как же так?, т.е. никак, нисколько, никоим образом;π. πρὸς ἄλληλα τάχους ἔχει Plat. — (астрономия изучает), каковы скорости (небесных тел) по отношению друг к другу2) как бы, в знач. о если быπ. ἂν μόλοι δῆτα! Soph. — если бы он пришел!;
3) как дорого, почемπ. ὅ σῖτος ὤνιος ; Arph. — почем продается хлеб?
-
10 θεουργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργικός
-
11 πως
A in any way, at all, by any means,οὐ μέν π. ἅλιον πέλει ὅρκιον Il.4.158
, cf. Od.20.392; ἀλλὰ μὴ γένοιτό π. A.Ag. 1249; cf. οὔπως, μήπως: freq. after other Advbs. of Manner, ὧδέ π. somehow so, X.Cyr.3.3.7; ἄλλως π. in some other way, Id.An.3.1.20; τεχνικῶς π. ib.6.1.5; εὐσχημόνως π. Id.Cyr.1.3.9; sometimes merely to qualify their force, when it cannot be always rendered by any one English equivalent, ἀεί π. Il.12.211; μάλα π. 14.104, X.Cyr.4.5.54; μόγις π. Pl.Prt. 328d, etc.: with Verbs,καὶ ἔτυχέ κως τοῦ μάγου Hdt.3.78
, cf. 150; τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά π. S.Tr. 695;ἠθάς εἰμί π. τῶν τῆσδε μύθων Id.El. 372
;πράσσοντές π. ταῦτα Th.2.3
; ἀπώκνησάν π. Id.3.20; freq. afterγάρ, ἔνεστι γάρ π... τῇ τυραννίδι νόσημα A.Pr. 226
, cf. Ch. 958 (lyr.), etc.: most freq. after hypothet. Particles,εἴ πως Od.14.460
; ἐάν π. S.OC 1770 (anap.), Tr. 584; ἤν π. Ar.V. 399: expressing uncertainty, I suppose, Hdt.1.95,3.108.II πως, πῶς, or πώς, in a certain way, opp. ἁπλῶς, Arist.Pol. 1275a16;οὐδ' ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος, ἀλλ' ὁ πῶς Id.EN 1106a1
; ἀλλὰ πῶς πραττόμενα καὶ πῶς νεμόμενα δίκαια ib. 1137a12. -
12 συνηρτημένως
A in a trained manner, expertly,σ. καὶ τεχνικῶς Phld.Rh.2.91
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνηρτημένως
-
13 κατατεχνικῶς
κατα-τεχνικῶς, übertrieben künstlich, verkünstelt -
14 τεχνικός
τεχνικός, künstlich, zur Kunst gehörig, die Kunst betreffend, auch wissenschaftlich, und ὁ τεχνικός, der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre unklug. Adv. τεχνικῶς, kunstgemäß; listig
См. также в других словарях:
τεχνικώς — τεχνικῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. τεχνικός … Dictionary of Greek
τεχνικῶς — τεχνικός artistic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
POLYCRATES — I. POLYCRATES Olymp. 62. Sami Tyrannus, opibus et felicitate apud historicos inclitus, qui, quoad vixit, non tam fortunae alumnus dici potuit, quam partus. Nam aliquando, ut aliquid infortunii habuisse videretur, annulum proiecit, in mare, quem… … Hofmann J. Lexicon universale
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
συμμηχανώμαι — άομαι, ΜΑ φροντίζω από κοινού με άλλον να βρω κάτι ή να προμηθεύσω κάτι («ὡς ἐμοῡ μηδέποτε ἀμελήσαντος τοῡ τὰ ἐπιτήδεια τοῑς στρατιώταις συμμηχανᾱσθαι», Ξεν.) αρχ. 1. προπαρασκευάζω τεχνικώς κάτι, κάνω σχέδια από κοινού με άλλον 2. παθ. είμαι… … Dictionary of Greek
υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
ԱՐՈՒԵՍՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0372 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c մ. ԱՐՈՒԵՍՏԱԲԱՐ կամ ԱՐՀԵՍՏԱԲԱՐ. τεχνικῶς artificiose, ἑντέχνως solerter Արուեստիւք. ըստ արուեստի. ճերտարութեամբ. հնարիւք. քաջ. *Որ զտէրունեան խորանն արուեստաբար կազմէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)